Ο Ντίνο Τζόφ είναι ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο και παράλληλα ο δεύτερος τερματοφύλακας μετά τον Τζιανπιέρο Κόμπι το 1934 που ως αρχηγός σήκωσε το τρόπαιο. To World Soccer τον κατέταξε στην 47η θέση των καλύτερων ποδοσφαιριστών του 20ου αιώνα ενώ και η Διεθνής Ομοσπονδία της Ιστορίας του Ποδοσφαίρου και της Στατιστικής(IFFHS) το 1999 τον κατέταξε στην τρίτη θέση των καλύτερων γκολκίπερ όλων των εποχών πίσω μόνο απο τον Λεβ Γιασίν και τον Γκόρντον Μπάνκς.
Γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1942 στην πόλη Mariano del Friuli της επαρχίας Φριούλι-Βενέτσια και στην ηλικία των 14 ετών δοκίμασε την τύχη του αλλά απορρίφθηκε τόσο από την Ίντερ όσο και την Γιουβέντους λόγω του ύψους του.
Πέντε χρόνια αργότερα ήταν η Ουντινέζε αυτή που του έδωσε την δυνατότητα να κάνει το ντεμπούτο του στην SERIE A στις 24 Σεπτεμβρίου του 1961 στην ήττα από την Φιορεντίνα με 5-2. Με τις "ζέβρες" αγωνίστηκε την πρώτη χρονιά σε 4 αγώνες ενώ την αμέσως επόμενη χρονιά την ακολούθησε στην SERIE B έχοντας 34 εμφανίσεις.
Το καλοκαίρι του 1963 η Μάντοβα δαπάνησε το ποσό των 20 εκατομμυρίων λιρετών και στα τέσσερα χρόνια που παρέμεινε στο "Ντανίλο Μαρτέλι" συμπλήρωσε 131 παιχνίδια. Το καλοκαίρι του 1967 οι συζητήσεις με την Μίλαν ήταν σε πολύ καλό σημείο και όλοι πίστευαν ότι η συνέχεια της καριέρας του θα τον έβρισκε στο Μιλάνο.
Όμως την τελευταία στιγμή η συμφωνία χάλασε με την Μίλαν να αγοράζει τον Φάμπιο Κουντιτσίνι και την τελευταία ημέρα των μετεγγραφών μετακόμισε στον Νότο για λογαριασμό της Νάπολι με τους "βεζουβιάνι" να δίνουν το ποσό των 120 χιλιάδων ευρώ συν την ελευθέρας του Κλαούντιο Μπαντόνι.
Με τους "παρτενοπέι" στην πενταετία που έκατσε μέχρι το 1972 αγωνίστηκε σε 143 παιχνίδια και παρότι δεν κατέκτησε κάποιον τίτλο κίνησε το ενδιαφέρον της Γιουβέντους η οποία τον είχε απορρίψει πριν από κάποια χρόνια.
Στο "Κομουνάλε" παρέμεινε έντεκα χρόνια και κατέκτησε 6 Πρωταθλήματα Ιταλίας(1973,1975,1977,1978,1981,1982),2 Κύπελλα Ιταλίας(1979,1982) και 1 Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1977. Παράλληλα πήρε μέρος στους δύο χαμένους τελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1973 στο Βελιγράδι και το 1983 στην Αθήνα από Άγιαξ και Αμβούργο αντίστοιχα.
Με την ολοκλήρωση της σεζόν 1982-1983 σε ηλικία 41 ετών αποφάσισε να κρεμάσει τα γάντια του όντας ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε στην SERIE A ένα ρεκόρ που το "έσπασε" ο Μάρκο Μπαλότα το 2005.
Οι 476 συμμετοχές με την φανέλα των "μπιανκονέρι" τον φέρνει στην έκτη θέση της λίστας όλων των εποχών για την "Γηραιά Κυρία", ενώ με τις 570 εμφανίσεις στο καμπιονάτο βρίσκεται επίσης στην έκτη θέση όλων των εποχών.
Στις 20 Απριλίου του 1968 έκανε το ντεμπούτο του με την φανέλα των "ατζούρι" απέναντι στην Βουλγαρία στην Νάπολι για την προημιτελική φάση του Κυπέλλου Εθνών. Ο Φερούτσιο Βαλκαρέτζι μάλιστα τον χρησιμοποίησε τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο τελικό απέναντι στην Γιουγκοσλαβία όπου και αναδείχθηκε Πρωταθλητής Ευρώπης.
Βρισκόταν στην αποστολή για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 στα γήπεδα του Μεξικό όπου όμως δεν αγωνίστηκε καθόλου αφού προτιμήθηκε ο Αλμπερτόζι.
Από τον Οκτώβριο του 1972 μέχρι και τον Ιούλιο του 1974 διατήρησε ανέπαφη την εστία του για 1142 λεπτά που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ. Στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας το 1974 αγωνίστηκε και στα τρία παιχνίδια απέναντι σε Αργεντινή, Αϊτή και Πολωνία με τους "ατζούρι" όμως να αποκλείονται από την συνέχεια του τουρνουά.
Στα γήπεδα της Αργεντινής το 1978 αγωνίστηκε και στα εφτά παιχνίδια της διοργάνωσης καταλαμβάνοντας την τέταρτη θέση αφού έχασε στον μικρό τελικό από την Βραζιλία.
Πήρε μέρος στην τελική φάση του Κυπέλλου Εθνών το 1980 και στα γήπεδα της Ισπανίας το 1982 έμελλε να γράψει ιστορία παίρνοντας μέρος στην τελευταία μεγάλη διοργάνωση της καριέρας του, φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Αγωνίστηκε σε όλα τα παιχνίδια της Ιταλίας πανηγυρίζοντας στο τέλος την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου έχοντας και το προνόμιο να σηκώσει πρώτος το τρόπαιο αφού είναι ο μοναδικός Ιταλός που κατάφερε να σηκώσει τόσο το ευρωπαϊκό όσο και το παγκόσμιο κύπελλο.
Στις 29 Μαΐου του 1983 στο Γκέτεμποργκ απέναντι στην Σουηδία στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του EURO 1984 φόρεσε για 112η και τελευταία φορά την φανέλα με το Νο1 και βρίσκεται στην έκτη θέση της λίστας με τις συμμετοχές όλων των εποχών.
Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα από εκεί που έκλεισε την ποδοσφαιρική την Γιουβέντους την διετία 1988-1990 όπου κατέκτησε το Κύπελλο Ιταλίας αλλά και το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 1990 έχοντας σε 104 παιχνίδια, 53 νίκες, 37 ισοπαλίες και 14 ήττες.
Στην συνέχεια μετακόμισε στην Ρώμη και την Λάτσιο από το 1990 έως το 1994 όπου στο πρώτο αυτό πέρασμα είχε σε 170 παιχνίδια 66 νίκες, 63 ισοπαλίες και 41 ήττες, ενώ στην συνέχεια μέχρι το 1998 ανέλαβε την προεδρία των "λατσιάλι".
Μετά την παρουσία της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας το 1998 του ανατέθηκε από την Ομοσπονδία η τεχνική ηγεσία της για να την οδηγήσει στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στα γήπεδα του Βελγίου και της Ολλανδίας το 2000.
Υπό την καθοδήγησή του η Ιταλία όχι μόνο παίρνει το εισιτήριο για το EURO 2000, αλλά φτάνει στον τελικό της διοργάνωσης όπου το "χρυσό γκολ" του Τρεζεκέ του στέρησε την δυνατότητα να γευτεί την χαρά της κατάκτησης ενός διεθνούς τροπαίου.
Η σκληρή κριτική που δέχτηκε από πολλούς συμπατριώτες του ανάμεσά τους και τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι τον ώθησε στην έξοδο ύστερα απο 23 παιχνίδια στα οποία είχε 11 νίκες, 7 ισοπαλίες και 5 ήττες.
Τον Ιανουάριο του 2001 ανέλαβε ξανά την τεχνική ηγεσία της Λάτσιο. όπου και την οδήγησε στην τρίτη θέση της περιόδου 2000-2001. Τα πολύ φτωχά αποτελέσματα στο ξεκίνημα της περιόδου 2001-2002 τον οδήγησαν στην απόλυση τον Σεπτέμβριο του 2001 έχοντας απολογισμό σε 32 παιχνίδια 17 νίκες, 8 ισοπαλίες και 7 ήττες στο δεύτερο αυτό πέρασμα.
Τελευταία του προπονητική απόπειρα ήταν η Φιορεντίνα από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 2005 όπου και την βοήθησε να παραμείνει στην κατηγορία, έχοντας σε 20 παιχνίδια, 5 νίκες, 7 ισοπαλίες και 8 ήττες.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο "Dura Solo un Attimo la Gloria(σ.σ. Η Δόξα Διαρκεί Μόνο μια Στιγμή" , ενώ τον Νοέμβριο του 2015 εισήχθη στο νοσοκομείο λόγω ιογενούς νευρολογικής λοίμωξης που του προκαλούσε δυσκολία στο περπάτημα.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά είναι η πρώτη φορά που φοβήθηκε τόσο πολύ όχι τόσο για τον εαυτό του όσο κυρίως για τα οικεία του πρόσωπα. Μάλιστα εκμυστηρεύτηκε ότι κατά την διάρκεια της παραμονής του είδε τις φιγούρες των Γκαετάνο Σιρέα και Έντσο Μπέρζοτ στην άκρη του κρεβατιού που του χαμογελούσαν.
Τον Μάιο του 2015 τοποθετήθηκε μια πλάκα προς τιμήν του στον δρόμο της δόξας του ιταλικού αθλητισμού στην Ρώμη