O Socrates Brasileiro Sampaio de Sousa Vieira de Oliveira η πιο απλά Σόκρατες ήταν κάτι παραπάνω από ένας σπουδαίος Βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής που αγωνιζόταν στον χώρο του κέντρου ως κεντρικός μεσοεπιθετικός. Ήταν ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο το οποίο σπούδασε ιατρική και κατάφερε να αποφοιτήσει πολύ πριν ξεκινήσει την ποδοσφαιρική του καριέρα ενώ και οι απόψεις του σε διάφορες συνεντεύξεις για πάρα πολλούς τομείς της ζωής είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Γεννήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1954 στην πόλη Μπελέμ της επαρχίας Παρά του Αμαζονίου και ο πατέρας του που ερωτεύθηκε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό του έδωσε μεταξύ άλλων το όνομα Σόκρατες προς τιμήν του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου.
Παρότι από το 1974 άνηκε στον σύλλογο Botafogo Futebol Clube του Ριμπειράο Πρέτο μόνο όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1978 αποφάσισε να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο.
Μάλιστα μια φήμη που είχε κυκλοφορήσει ότι ο Σόκρατες είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου δεν αποδείχθηκε ακριβής και για αυτό τον λόγο η ίδια η σχολή αναγκάστηκε να τοποθετηθεί μεσώ επίσημης ανακοίνωση διαψεύδοντας τα πάντα.
Πάντοτε συνδύαζε το ποδόσφαιρο με τις σπουδές και αυτό το κατάφερε και όταν πήρε μετεγγραφή στην Κορίνθιανς αφού παράλληλα έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην αθλητιατρική.
Στο "Πακαέμπου" πραγματοποίησε ουσιαστικά τις καλύτερες του χρονιές μέχρι και το 1984 σε 298 παιχνίδια πετυχαίνοντας 172 γκολ και κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα Παουλίστα το 1979, το 1982 και το 1983. Όμως η μεγαλύτερη συνεισφορά του δεν ήταν άλλη από την εγκαθίδρυση της "Democracia Corinthiana" .
Σε μια εποχή όπου η Βραζιλία βρισκόταν σε πολιτικό ξεσηκωμό μιας και η δικτατορία που είχε υποβληθεί στην χώρα από το 1964 "έπνεε τα λοίσθια" οι εκλογές του συλλόγου τον Απρίλιο του 1982 έδωσαν την δυνατότητα στον Σόκρατες αλλά και σε άλλους πολιτικοποιημένους συμπαίκτες του να σχηματίσουν ένα ιδεολογικό κίνημα.
Βασική αρχή του συγκεκριμένου κινήματος ήταν η διεξαγωγή ψηφοφορίας για κάθε απόφαση ανεξαρτήτως σημασίας στην οποία συμμετείχαν όλοι οι εργαζόμενοι του συλλόγου με την ψήφο να διαθέτει την ίδια βαρύτητα ανεξαρτήτως πόστου.
Στις εμφανίσεις της "τιμάο" πέρα από τα νούμερα πολλές φορές αποτυπωνόταν διάφορα μηνύματα και δημοκρατικές προτροπές, σε μία από αυτές τις περιπτώσεις όταν κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1982 υπήρχε στις φανέλες η λέξη "δημοκρατία".
Ακόμα και το καλοκαίρι του 1984 όταν η Φιορεντίνα κινήθηκε για να τον εντάξει στο δυναμικό της ο ίδιος ήταν πρόθυμος να παραμείνει στην χώρα του αρκεί να περνούσε η συνταγματική αναθεώρηση που προέβλεπε ελεύθερες εκλογές.
Κάτι τέτοιο δεν πέρασε και ο "γιατρός" μετακόμισε στον ιταλικό Βορρά και την Φλωρεντία. Στους "βιόλα" δεν κατάφερε να στεριώσει δεν κατάφερε να "κολλήσει" με τους συμπαίκτες του και μετά από 33 εμφανίσεις και 9 γκολ η επιστροφή στην Βραζιλία ήταν αναμενόμενη.
Μαζί με τον έτερο μεγάλο συμπαίκτη του τον Ζίκο επέστρεψε για την Φλαμένγκο με την οποία
κατέκτησε το Πρωτάθλημα Καριόκα του 1986 και το Κύπελλο Ρίο την ίδια χρονιά αλλά οι εμφανίσεις του όλο και μειώνονταν.
Στην τριετία με τους "μενγκάο" έως το 1987 αγωνίστηκε σε μόλις 13 παιχνίδια με 3 γκολ, ακολούθησε η Σάντος μια χρονιά με 25 εμφανίσεις και 7 γκολ, και έκλεισε την καριέρα του στην ομάδα με την όποια άνοιξε ο κύκλος η Botafogo Futebol Club του Ριμπειράο Πρέτο στην SERIE B με 6 συμμετοχές.
Το 2004 ο Σάιμον Κλίφορντ εξαγόρασε την Γκάρφορθ Τάουν ομάδα της δέκατης κατηγορίας του αγγλικού πρωταθλήματος και του πρότεινε να υπογράψει συμβόλαιο ενός μηνός ως παίκτη-προπονητή.
Η μόνη εμφάνιση που έκανε ήταν στις 20 Νοεμβρίου απέναντι στην Τάντκαστερ Άλμπιον ως αλλαγή στο 78ο λεπτό μπροστά σε 3.000 θεατές αν και τα εισιτήρια ήταν 1.385 που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία του συλλόγου. Παρόλα αυτά το εγχείρημα απέτυχε και ο Σόκρατες επέστρεψε στην Βραζιλία για να συνεχίζει να εξασκεί το επάγγελμα του.
Στις 17 Μαΐου του 1979 σε φιλικό παιχνίδι στο Ρίο Ντ Τζανέιρο απέναντι στην Παραγουάη φόρεσε για πρώτη φορά την φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας. Ήταν στην αποστολή για το Κόπα Αμέρικα της ίδιας χρονιάς και το καλοκαίρι του 1982 παίρνει για πρώτη φορά μέρος στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στα γήπεδα της Ισπανίας.
Δέσποζε στην μεσαία γραμμή που αποτελούταν από σπουδαίους ποδοσφαιριστές όπως οι Έντερ, Φαλκάο και Ζίκο φορώντας το περιβραχιόνιο του αρχηγού, τροφοδοτώντας τους με πολλές ασίστ ενώ παράλληλα δεν έχανε την ευκαιρία να γράψει το όνομα του στον πίνακα των σκόρερ.
Αγωνίστηκε σε όλα τα παιχνίδια της τελικής φάσης πετυχαίνοντας και δύο γκολ στην πρεμιέρα απέναντι στην Σοβιετική Ένωση, και στο ματς που έκρινε την πρόκριση στον τελικό απέναντι στην Ιταλία όπου η ισοπαλία αρκούσε στην "σελεσάο" για να περάσει, όμως ο Πάολο Ρόσι είχε διαφορετική άποψη.
Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη Εθνική Βραζιλίας ήταν από τις πιο θεαματικές που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης και ακόμα και τώρα μνημονεύεται στα διάφορα αφιερώματα.
Ένα χρόνο αργότερα έφτασε στους διπλούς τελικούς του Κόπα Αμέρικα όπου όμως η Ουρουγουάη κατάφερε να πάρει το τρόπαιο και στα γήπεδα του Μεξικό το 1986 έμελλε να βάλει τις τελευταίες του πινελιές σε διεθνές στερέωμα.
Αγωνίστηκε και στα πέντε παιχνίδια της τελικής φάσης και βρήκε δίχτυα απέναντι στην Ισπανία στην πρεμιέρα και στην φάση των "16" με την Πολωνία από το σημείο του πέναλτι.
Απέναντι στην Γαλλία στην προημιτελική φάση ο αγώνας οδηγήθηκε στην "ρωσική ρουλέτα" όπου ο Σόκρατες ξεκίνησε την διαδικασία και τον Μπατς να μην "ψαρώνει" απο το μόλις ένα βήμα φοράς που πήρε. Η αναμέτρηση στην Γκουανταλαχάρα θα ήταν και η 60η και τελευταία φορά που θα αγωνιστεί με την Βραζιλία έχοντας πετύχει και 22 γκολ.
Ακολούθησε για λίγο χρονικό διάστημα την προπονητική χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία περνώντας από την Μποταφόγκο, την Λίγκα Ντε Κίτο στο Εκουαδόρ αλλά και την Καμποφριένσε και αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό που αγαπούσε την ιατρική.
Πέρα από την ιατρική το μεγάλο πάθος του ήταν η φιλοσοφία έχοντας μια πλούσια βιβλιοθήκη με πάρα πολλά συγγράμματα ενώ και ο ίδιος έκανε δικτατορικό στην φιλοσοφία. Ανήσυχο πνεύμα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο ποδόσφαιρο και δεν δίσταζε να εκφράζει τις απόψεις του όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στην πολιτική και στα διεθνή θέματα.
Ήταν αρθρογράφος στο περιοδικό Carta Capital και στην εφημερίδα Agora São Paulo ενώ ασχολήθηκε και με την τηλεόραση ως σχολιαστής στην εκπομπή Green Card στο κανάλι TV Cultura. Καλλιτεχνικό πνεύμα ασχολήθηκε με την μουσική ηχογραφώντας δίσκο με κάντρι μουσική με τον τίτλο Casa de Caboclo το 1980, ενώ συμμετείχε στις ηχογραφήσεις του δίσκου Aquarela του Τοκίνιο το 1982.
Επίσης το 1983 ασχολήθηκε και με το θέατρο ως παραγωγός του έργου Perfume de Camélia που ανέβηκε στο θέατρο Teatro Ruth Escobar στο Σάο Πάολο. Το 1992 επενδύοντας το ποσό των 300.000 δολλαρίων στο Ριμπειράο Πράτο άνοιξε την κλινική Medicine Sócrates Center που εξυπηρετούσε όχι μόνο αθλητές αλλά και απλό κόσμο
Το 2002 μαζί με τον δημοσιογράφο Ρικάρντο Γκότσι εξέδωσε βίβλιο με τον τίτλο Democracia Corintiana: A utopia at stake όπου αναφερόταν στις εμπειρίες του απο την "Democracia Corinthiana".
Ήταν από τους πολέμιους του Ρικάρντο Τεξέιρα του πανίσχυρου προέδρου της Ομοσπονδίας που κατηγορείται άλλωστε για διαφθορά. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και αυτός είχε τις αδυναμίες του που ήταν το κάπνισμα και το αλκοόλ.
Το τελευταίο διάστημα πριν τον θάνατό του μπήκε μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών τρεις φορές στην εντατική, οι δύο πρώτες λόγω στομαχικής αιμορραγίας από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Στις 4 Δεκεμβρίου του 2011 έμπαινε εσπευσμένα στο νοσοκομείο "Άλμπερτ Αινστάιν" λόγω τροφικής δηλητηρίασης.
Ο οργανισμός του εξασθενημένος από τις καταχρήσεις υπέστη σηπτικό σοκ και τις πρώτες πρωινές ώρες οι γιατροί ανακοίνωναν το τέλος της ζωής του σε ηλικία μόλις 57 ετών. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λίγες ώρες αργότερα η Κορίνθιανς η ομάδα την οποία αγάπησε και λάτρεψε κατακτούσε το Πρωτάθλημα με τους οπαδούς να αποτίουν φόρο τιμής στον πρόσφατα εκλιπόντα σηκώνοντας την δεξιά γροθιά που ήταν ο πιο προσφιλής του τρόπος πανηγυρίσματος.
Το 2008 εισήχθη στο βραζιλιάνικο Hall of Fame, το World Soccer σε ψηφοφορία τοποθετήθηκε στους 100 κορυφαίους ποδοσφαιριστές όλων των εποχών στην 61η θέση. Στις 28 Ιουλίου του 2012 στο Parque São Jorge εγκαινιάστηκε η προτομή του, ενώ νωρίτερα τον Ιανουάριο Πορτουγκέζα και Κορίνθιανς συναντήθηκαν και ο νικητής θα έπαιρνε κύπελλο που θα είχε το όνομα του.