Αποτέλεσε το "έτερον ήμισυ" του Μάριο Κέμπες στην επιθετική γραμμή της εθνικής ομάδας της Αργεντινής που κατέκτησε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο στην ιστορία της το 1978. Μια διοργάνωση που για τον ίδιο τον Leopoldo Jacinto Luque θα έμενε χαραγμένη στο μυαλό του, αφού πέρα από την μεγάλη επιτυχία βίωσε ένα προσωπικό δράμα με τον χαμό του αδερφού του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα την ημέρα που η Αργεντινή αντιμετώπιζε την Ιταλία.
Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου του 1949 στην πόλη Σάντα Φε και παρότι ο πατέρας του ήταν ποδηλάτης αυτός όμως γοητεύτηκε απο το ποδόσφαιρο. Έκανε τα πρώτα του βήματα με την Ουνιόν Σάντα Φε έπρεπε να περάσουν πέντε χρόνια για να αγωνιστεί με την Ουνιόν αφού πέρασε διαδοχικά από την Χιμνάσια Χουχούι από το 1967 έως το 1969, και την Central Norte Salta.
Όλο αυτό το διάστημα για να βγάζει τα προς το ζην έκανε πολλές δουλειές, αγρότης, εργάτης, υπάλληλος ακόμα και βοηθός σκηνογράφου σε τηλεοπτικό σταθμό. Στο πρώτο του πέρασμα από τους "tatengues" δεν μακροημέρευσε και το 1972 μετακινήθηκε στην Ροζάριο Σεντράλ όπου στις 26 Νοεμβρίου απέναντι στην Λανούς έκανε ντεμπούτο στην πρώτη τη τάξει κατηγορία.
Με τους "canalla" αγωνίστηκε σε τέσσερα παιχνίδια όπου πέτυχε τρία τέρματα, όμως το 1973 δεν αγωνίστηκε καθόλου και το 1974 επέστρεψε στην Ουνιόν την οποία βοήθησε να κερδίσει την άνοδο στην πρώτη κατηγορία. Στην μεγάλη κατηγορία αγωνίστηκε σε 35 παιχνίδια πετυχαίνοντας 10 γκολ, και στο πρόσωπο του η Ρίβερ Πλέιτ βρήκε τον αντικαταστάτη του Κάρλος Μανουέλ Μορέτε
Με τους "μιλιονάριος" ο "pulpo(σ.σ.το "χταπόδι")" θα αγωνιστεί για μια πενταετία μέχρι το 1980 αποτελώντας ουσιαστικό κομμάτι στην κατάκτηση πέντε πρωταθλημάτων, του Νασιονάλ του 1975 και του 1979 και του Μετροπολιτάνο του 1977, του 1979 και του 1980 έχοντας 176 συμμετοχές και 75 γκολ.
Θα επιστρέψει στην Ουνιόν για τρίτη και τελευταία φορά το 1981 ενώ μέχρι την ολοκλήρωση της καριέρας του το 1985 θα αγωνιστεί ακόμα σε Ρασίγκ Κλάμπ, Jaiba Brava Tampico στο Μεξικό Μπόκα Ουνίδος, Τσακαρίτα και Μαντίγιου.
Με την Εθνική Αργεντινής έκανε ντεμπούτο στο πλαίσιο του Κόπα Αμέρικα του 1975 στις 3 Αυγούστου απέναντι στην Βενεζουέλα στο Καράκας όπου μάλιστα πέτυχε τρία γκολ. Το 1978 ήταν από τους βασικούς συντελεστές της κατάκτησης του Παγκοσμίου Κυπέλλου παρότι είχε να αντιμετωπίσει διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις.
Άν και ξεκίνησε στην φάση των ομίλων με δύο γκολ απέναντι σε Ουγγαρία και Γαλλία στο παιχνίδι με τους "μπλέ" χτύπησε άσχημα στον αριστερό αγκώνα χάνοντας τα υπόλοιπα δύο παιχνίδια. Στο παιχνίδι με την Ιταλία έχασε τον αδερφό του Όσκαρ λόγω αυτοκινητιστικού δυστυχήματος, όμως βρήκε την δύναμη να ανταπεξέρθει και να επανέρθει στην ενεργό δράση.
Επέστρεψε στο παιχνίδι με την Βραζιλία και στο πολυσυζητημένο παιχνίδι απέναντι στο Περού πέτυχε δύο γκολ που έδωσε την δυνατότητα στην "αλμπισελέστε" να περάσει στον τελικό. Απέναντι στους Ολλανδούς ο Λούκε αγωνίστηκε σε όλη την διάρκεια του παιχνιδιού παρότι δεν κατάφερε να σκοράρει πανηγύρισε την παρθενική κατάκτηση Παγκοσμίου Κυπέλλου για την χώρα του.
Στις 4 Ιανουαρίου του 1981 στο "Σεντενάριο" του Μοντεβιδέο απέναντι στην Βραζιλία για το Gold Cup φόρεσε για τελευταία φορά την φανέλα με το εθνόσημο μπαίνοντας ως αλλαγή στο 85ο λεπτό στην θέση του Χουάν Αλμπέρτο Μπάρμπας. Συνολικά θα αγωνιστεί σε 45 παιχνίδια πετυχαίνοντας 22 γκολ και μαζί με τον Ντανιέλ Πασαρέλα κατέχει την έκτη θέση στον πίνακα των σκόρερ.
Μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του ανέλαβε την θέση του γραμματέα αθλητισμού στην επαρχία της Μεντόζα ενώ έχει περάσει από τον πάγκο της Atletico Argentino de Mendoza σε τρεις περιόδους το 2008, το 2009 και το 2013.
Τον Φεβρουάριο του 2007 είχε υποστεί καρδιακή προσβολή, στις 25 Δεκεμβρίου του 2020 προσβλήθηκε απο τον κορονοϊό και εισήχθη σε κλινική στην Μεντόσα. Στις 4 Ιανουαρίου η κατάσταση του επιδεινώθηκε και γύρισε σε πνευμονία η οποία τον οδήγησε στην εντατική και στην διασωλήνωση. Στις 15 Φεβρουαρίου υπέστη καρδιακή προσβολή και σε ηλικία 71 ετών άφηνε την τελευταία του πνοή