Ήταν ο πρώτος Ιταλός που κατάφερε το 1969 να αναδειχτεί από το γαλλικό περιοδικό France Football κορυφαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς παίρνοντας την "Χρυσή Μπάλα". Αυτό βέβαια είναι ένα από τα πολλά τρόπαια που έχει κατακτήσει στην καριέρα του ο Τζιάνι Ριβέρα μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες της Μίλαν και ένα απο τα κορυφαία δεκάρια που ανέδειξε το ιταλικό ποδόσφαιρο.
Γεννημένος στις 18 Αυγούστου του 1943 στην πόλη Αλεσάντρια της επαρχίας του Πιεμόντε και ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στα τμήματα υποδομής της τοπικής ομάδας. Στις 2 Ιουνίου του 1959 και σε ηλικία μόλις 15 ετών πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην SERIE A απέναντι στην Ίντερ καταγράφοντας 26 συμμετοχές και 6 γκολ.
Το καλοκαίρι του 1960 η Μίλαν αναζητούσε ένα παίκτη που θα κάλυπτε το κενό στην μεσαία γραμμή από την στιγμή που ο Σκιαφίνο κατηφόριζε στην Ρώμη και την Ρόμα. Ύστερα από θετική εισήγηση του Πεντρόνι πρώην ποδοσφαιριστή του συλλόγου αποφασίζει να δαπανήσει το ποσό των 200.000 δολαρίων για να τον αποκτήσει και στις 18 Σεπτεμβρίου του 1960 ο Ριβέρα φόρεσε για πρώτη φορά την φανέλα των "ροσονέρι" για το Κύπελλο Ιταλίας απέναντι στην πρώην ομάδα του.
Στο "Σαν Σίρο" αγωνίστηκε μέχρι και το 1979 φορώντας την φανέλα της Μίλαν συνολικά 658 φορές που τον φέρνει τέταρτο στην σχετική λίστα και πετυχαίνοντας 164 γκολ καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση με τους κορυφαίους σκόρερ όλων των εποχών.
Το 1999 σε ψηφοφορία που πραγματοποίησαν οι "ροσονέρι" για τον καλύτερο παίκτη του 20ου αιώνα κατέλαβε την πρώτη θέση. Υπό την καθοδήγησή του η ομάδα από την Λομβαρδία ευτύχησε όχι μόνο να κατακτήσει εγχώριους τίτλους όπως ήταν τα 3 Πρωταθλήματα(1962,1968,1979) και τα 4 Κύπελλα Ιταλίας(1967,1972,19731977), αλλά να ανοίξει τα "φτερά" της και σε διεθνές επίπεδο.
Το 1999 σε ψηφοφορία που πραγματοποίησαν οι "ροσονέρι" για τον καλύτερο παίκτη του 20ου αιώνα κατέλαβε την πρώτη θέση. Υπό την καθοδήγησή του η ομάδα από την Λομβαρδία ευτύχησε όχι μόνο να κατακτήσει εγχώριους τίτλους όπως ήταν τα 3 Πρωταθλήματα(1962,1968,1979) και τα 4 Κύπελλα Ιταλίας(1967,1972,19731977), αλλά να ανοίξει τα "φτερά" της και σε διεθνές επίπεδο.
Ήταν στέλεχος της ομάδας που το 1963 έσπασε την κυριαρχία των Ιβήρων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών όταν στο τελικό του Γουέμπλει επικράτησε της Μπενφίκα με 2-1, και έξι χρόνια αργότερα στον τελικό της Μαδρίτης "διέλυσε" τον Άγιαξ με 4-1.
Παράλληλα κατέκτησε και 2 φορές το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1968 στο Ρότερνταμ απέναντι στο Αμβούργο και το 1973 στην Θεσσαλονίκη απέναντι στην Λίντς Γιουνάιτεντ. Στο παλμαρέ του επίσης συμπεριλαμβάνεται και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1969 σε διπλούς τελικούς κόντρα στην Εστουντιάντες.
Παράλληλα κατέκτησε και 2 φορές το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1968 στο Ρότερνταμ απέναντι στο Αμβούργο και το 1973 στην Θεσσαλονίκη απέναντι στην Λίντς Γιουνάιτεντ. Στο παλμαρέ του επίσης συμπεριλαμβάνεται και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1969 σε διπλούς τελικούς κόντρα στην Εστουντιάντες.
Με την φανέλα της Εθνικής Ιταλίας έκανε ντεμπούτο στις 13 Μαΐου του 1962 σε φιλικό παιχνίδι στις Βρυξέλλες απέναντι στο Βέλγιο και μάλιστα συμπεριλήφθηκε στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής όπου πήρε και μια συμμετοχή απέναντι στην Δυτική Γερμανία.
Επόμενη μεγάλη διοργάνωση το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας το 1966 όπου οι Ιταλοί γνώρισαν μεγάλο "κάζο" με τον αποκλεισμό στην φάση των ομίλων από την Βόρεια Κορέα. Αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 1968 στην τελική φάση που διοργανώθηκε στην γείτονα χώρα αλλά λόγω ενός τραυματισμού δεν μπόρεσε να δώσει το παρών τόσο στον ισόπαλο τελικό αλλά και στον νικηφόρο επαναληπτικό απέναντι στην Γιουγκοσλαβία.
Επόμενη μεγάλη διοργάνωση το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αγγλίας το 1966 όπου οι Ιταλοί γνώρισαν μεγάλο "κάζο" με τον αποκλεισμό στην φάση των ομίλων από την Βόρεια Κορέα. Αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 1968 στην τελική φάση που διοργανώθηκε στην γείτονα χώρα αλλά λόγω ενός τραυματισμού δεν μπόρεσε να δώσει το παρών τόσο στον ισόπαλο τελικό αλλά και στον νικηφόρο επαναληπτικό απέναντι στην Γιουγκοσλαβία.
Πριν απο την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, ο τότε εκλέκτορας της Ιταλίας Φερούτσιο Βαλκαρέτζι αντιμετώπιζε το μεγάλο δίλημμα εάν θα έβαζε στην ίδια εντεκάδα τους Ριβέρα και Ματσόλα.
Όμως η αποπομπή του Λοντέτι φίλου και συμπαίκτη του Ριβέρα στην Μίλαν προκάλεσε την οργή του κατηγορώντας τον υπεύθυνο των εθνικών ομάδων Βάλτερ Μαντέλι ότι υπάρχει σχέδιο για να μείνει εκτός ομάδας μέσω στοχευμένων δημοσιευμάτων.
Ο ίδιος σκέφτεται να φύγει μόνος του και μόνο με την παρέμβαση του προπονητή του στην Μίλαν Νερέο Ρόκο παραμένει τελικά στην αποστολή. Ο Βαλκαρέτζι βρίσκει μια μεσοβέζικη λύση για να μπορέσει να ικανοποιήσει και τους δύο παίκτες.
Εφαρμόζει την "staffeta(σ.σ. σκυταλοδρομία)" , ξεκινώντας τον Ματσόλα στο βασικό σχήμα και τον Ριβέρα να μπαίνει στο δεύτερο ημίχρονο. Απέναντι στο Μεξικό και ενώ το σκορ ήταν 1-1, πετυχαίνει ένα γκολ και βγάζει δύο ασίστ για το νικηφόρο 4-1.
Στον ημιτελικό απέναντι στην Δυτική Γερμανία ήταν αυτός που έστειλε τους "ατζούρι" στον τελικό με το "χρυσό" γκολ να επιτυγχάνεται στο 111ο λεπτό γράφοντας το τελικό 4-3 σε ένα ματς που έχει χαρακτηριστεί ως το "ματς του αιώνα".
Μετά απο την φιλική νίκη της Ιταλίας στο "Γουέμπλει" επί της Αγγλίας στις 14 Νοεμβρίου του 1973, ρωτήθηκε ο Άλφ Ράμσει να ξεχωρίσει τους τέσσερις κορυφαίους σε απόδοση παίκτες της "σκουάντρα ατζούρα" απάντησε "Ριβέρα, Ριβέρα, Ριβέρα, Ριβέρα".
Συμμετείχε σε μία ακόμα τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας το 1974 και στις 19 Ιουνίου στην Φρανκφούρτη απέναντι στην Αργεντινή φόρεσε για 60η και τελευταία φορά την φανέλα των "μπλέ" έχοντας πετύχει και 14 γκολ.
Μετά την απόσυρσή του από τους αγωνιστικούς χώρους ανέλαβε την θέση του αντιπροέδρου θέση που την κράτησε μέχρι και το 1987, ενώ στην συνέχεια ανέπτυξε πολιτική δράση που τον έφερε όχι μόνο στο ιταλικό αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Το 2013 η Ιταλική Ομοσπονδία του ανέθεσε την προεδρία της προπονητικής σχολής που εδρεύει στο Κονβερτσιάνο, ενώ το 2010 είχε αναλάβει τον ίδιο ρόλο στις ακαδημίες της Ομοσπονδίας. Τον Οκτώβριο του 2017 σε ηλικία 74 ετών αποφάσισε να ξεκινήσει μαθήματα προπονητικής και τον Σεπτέμβριο του 2019 απέκτησε το πτυχίο UEFA Pro που του δίνει το δικαίωμα να κοουτσάρει ομάδες πρώτης κατηγορίας
Στην ψηφοφορία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου για τον Παγκόσμιο Παίκτη του 20ου αιώνα τοποθετήθηκε στην 19η θέση, το 2015 έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που εγκαταστάθηκε στην ιταλική Λεωφόρο της Δόξας, ενώ στην ψηφοφορία για το Χρυσό Ιωβηλαίο της UEFA to 2004 κατέλαβε την 35η θέση .
Το 2013 η Ιταλική Ομοσπονδία του ανέθεσε την προεδρία της προπονητικής σχολής που εδρεύει στο Κονβερτσιάνο, ενώ το 2010 είχε αναλάβει τον ίδιο ρόλο στις ακαδημίες της Ομοσπονδίας. Τον Οκτώβριο του 2017 σε ηλικία 74 ετών αποφάσισε να ξεκινήσει μαθήματα προπονητικής και τον Σεπτέμβριο του 2019 απέκτησε το πτυχίο UEFA Pro που του δίνει το δικαίωμα να κοουτσάρει ομάδες πρώτης κατηγορίας
Στην ψηφοφορία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου για τον Παγκόσμιο Παίκτη του 20ου αιώνα τοποθετήθηκε στην 19η θέση, το 2015 έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που εγκαταστάθηκε στην ιταλική Λεωφόρο της Δόξας, ενώ στην ψηφοφορία για το Χρυσό Ιωβηλαίο της UEFA to 2004 κατέλαβε την 35η θέση .