Η παρουσία του κάτω από τα δοκάρια της "σελέστε" μπορεί να μην συνδυάστηκε από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου παρόλα αυτά ο Λαντισλάο Μαζούρκιεβιτς αποτελεί μία από τις θρυλικότερες μορφές του ουρουγουανικού ποδοσφαίρου.
Γεννημένος στις 14 Φεβρουαρίου του 1945 στην Πιριάπολις ο πολωνικής καταγωγής Μαζούρκιεβιτς ασχολήθηκε με το μπάσκετ πρώτα για να ακολουθήσει το ποδόσφαιρο. Την ποδοσφαιρική του καριέρα την ξεκίνησε το 1963 αγωνιζόμενος για μια χρονιά με την Racing Club de Montevideo την οποία την βοήθησε να ανέβει κατηγορία.
Τα πρώτα του βήματα πάντως δεν τα έκανε απο την θέση του τερματοφύλακα. Αυτό προέκυψε όταν λόγω απουσίας του δεύτερου γκολκίπερ απο την προπόνηση κάθισε αυτός κάτω απο τα γκολπόστ αποκρούοντας έξι πέναλτι οπότε αυτό του έδωσαν τα γάντια του βασικού.
Οι εμφανίσεις του "el polaco"(σ.σ. ο Πολωνός), στο πρωτάθλημα Νοτίου Αμερικής των ελπίδων κέντρισε το ενδιαφέρον της Πενιαρόλη η οποία έψαχνε τον αντικαταστάτη του Λουίς Μαιδανά. Έτσι οι "ανθρακωρύχοι" με το ποσό των 500.000 πέσος τον αγόρασαν φορώντας την φανέλα της εφτά χρόνια απο το 1964 έως το 1971.
Κατέκτησε 4 Πρωταθλήματα Ουρουγουάης(1964,1965,1967,1968),1 Κόπα Λιμπερταδόρες το 1966 κόντρα στην Ρίβερ Πλέιτ και το Διηπειρωτικό Κύπελλο επίσης το 1966 κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης. Μάλιστα κατέχει το ρεκόρ των 987 λεπτών απαραβίαστης εστίας από τον Σεπτέμβριο του 1966 έως τον Μάιο του 1968, ρεκόρ που συνεχίζει ακόμα να παραμένει ακατάρριπτο.
Στην συνέχεια αποφάσισε να μετακομίσει στην Βραζιλία και στην Ατλέτικο Μινέιρο με την φανέλα της οποίας αγωνίστηκε μέχρι το 1974 σε 44 αγώνες και παρότι δεν κατέκτησε κάποιον τίτλο αγαπήθηκε από τους οπαδούς της ομάδας του Μπέλο Οριζόντε.
Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 αποφάσισε να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι και να αγωνιστεί στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στην Ισπανία με την φανέλα της Γρανάδα. Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελε ο "chiquito" αφού λόγω γραφειοκρατικών προβλημάτων έκανε ντεμπούτο τον Φεβρουάριο του 1975 και συνολικά αγωνίστηκε σε μόλις δύο παιχνίδια.
Μη αποδεχόμενος να βρίσκεται στον πάγκο αποφάσισε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα του δίνοντας τέλος στην απόπειρα του να αγωνιστεί στην "Γηραιά Ήπειρο". Επιστρέφοντας στην Ουρουγουάη θέλησε να ενταχθεί και πάλι στην Πενιαρόλ, όμως δεν μπόρεσε να προσφέρει αφού τραυματίστηκε στον αχίλλειο τένοντα.
Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και το 1978 αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στην Χιλή και την νεοϊδρυθείσα Κομπρελόα φέρνοντας την στην δεύτερη θέση πίσω από την Παλεστίνο, και το 1979 πίσω από την Κόλο-Κόλο.
Οι καλές του εμφανίσεις στην Χιλή ώθησαν τους παράγοντες της κολομβιανής Αμέρικα Ντε Κάλι να του κάνουν πρόταση για να τον εντάξουν στο δυναμικό τους και έχοντας 36 συμμετοχές την βοήθησε να φτάσει ψηλά στο Κόπα Λιμπερταδόρες του 1980.
Πλησιάζοντας το τέλος της καριέρας του αποφάσισε το 1981 να κλείσει την τεράστια καριέρα του στην ομάδα με την οποία γνώρισε τις μεγαλύτερες επιτυχίες κατακτώντας με τους "μάνιας" το πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν.
Πλησιάζοντας το τέλος της καριέρας του αποφάσισε το 1981 να κλείσει την τεράστια καριέρα του στην ομάδα με την οποία γνώρισε τις μεγαλύτερες επιτυχίες κατακτώντας με τους "μάνιας" το πρωτάθλημα εκείνης της σεζόν.
Με την φανέλα της "σελέστε" αγωνίστηκε σε 36 αγώνες κατακτώντας το Κόπα Αμέρικα του 1967, ενώ πήρε μέρος σε τρεις τελικές φάσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στα γήπεδα της Αγγλίας το 1966 εμφανίστηκε για πρώτη φορά αγωνιζόμενος και στα τέσσερα παιχνίδια φτάνοντας μέχρι και την προημιτελική φάση όπου αποκλείστηκε από την Δυτική Γερμανία.
Στο Μεξικό το 1970 πραγματοποίησε σπουδαίες εμφανίσεις χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό από τα έξι παιχνίδια, οδηγώντας την ομάδα του στα ημιτελικά της διοργάνωσης όπου αποκλείστηκε από την Βραζιλία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αφενός μεν ανακηρύχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας της διοργάνωσης και αφετέρου συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία εντεκάδα του τουρνουά.
Τελευταία του παρουσία σε Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας το 1974 όπου αγωνίστηκε και στα τρία παιχνίδια του ομίλου, όμως η Ουρουγουάη δεν μπόρεσε να επαναλάβει την πορεία της προηγούμενης διοργάνωσης τερματίζοντας στην τελευταία θέση. Μάλιστα ο Μαζούρκιεβιτς στα παιχνίδια με Βουλγαρία και Σουηδία όπου ήταν και η τελευταία του παρουσία γενικά με το εθνόσημο φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Το 1971 προσκλήθηκε απο την FIFA στον αγώνα της μεικτής κόσμου κόντρα στην Ντινάμο Μόσχας προς τιμήν του Λεβ Γιασίν. Μετά απο την κοινή τους προθέρμανση ο Σοβιετικός εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που του χάρισε τα γάντια του χρίζοντας τον ουσιαστικά διάδοχο του.
Στο Μεξικό το 1970 πραγματοποίησε σπουδαίες εμφανίσεις χωρίς να χάσει ούτε ένα λεπτό από τα έξι παιχνίδια, οδηγώντας την ομάδα του στα ημιτελικά της διοργάνωσης όπου αποκλείστηκε από την Βραζιλία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αφενός μεν ανακηρύχτηκε κορυφαίος τερματοφύλακας της διοργάνωσης και αφετέρου συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία εντεκάδα του τουρνουά.
Τελευταία του παρουσία σε Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας το 1974 όπου αγωνίστηκε και στα τρία παιχνίδια του ομίλου, όμως η Ουρουγουάη δεν μπόρεσε να επαναλάβει την πορεία της προηγούμενης διοργάνωσης τερματίζοντας στην τελευταία θέση. Μάλιστα ο Μαζούρκιεβιτς στα παιχνίδια με Βουλγαρία και Σουηδία όπου ήταν και η τελευταία του παρουσία γενικά με το εθνόσημο φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Το 1971 προσκλήθηκε απο την FIFA στον αγώνα της μεικτής κόσμου κόντρα στην Ντινάμο Μόσχας προς τιμήν του Λεβ Γιασίν. Μετά απο την κοινή τους προθέρμανση ο Σοβιετικός εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που του χάρισε τα γάντια του χρίζοντας τον ουσιαστικά διάδοχο του.
Μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας ο Μαζούρκιεβιτς ασχολήθηκε με την προπονητική των τερματοφυλάκων στην Ράσιγκ Μοντεβιδέο, για μία περίοδο το 1988-1989 ανέλαβε και ως πρώτος προπονητής των "αορινέγκρος", ενώ την περίοδο 1998-2000 άνηκε στο προπονητικό τιμ της Εθνικής Ουρουγουάης.
"Έφυγε" απο την ζωή σε ηλικία 68 ετών στις 2 Ιανουαρίου του 2013 ύστερα από μια εβδομάδα που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Μοντεβιδέο ενώ βρισκόταν σε κώμα.
"Έφυγε" απο την ζωή σε ηλικία 68 ετών στις 2 Ιανουαρίου του 2013 ύστερα από μια εβδομάδα που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Μοντεβιδέο ενώ βρισκόταν σε κώμα.