Απο τους κορυφαίους τερματοφύλακες που ανέδειξε το βελγικό ποδόσφαιρο και απο τους κορυφαίους σε όλο τον κόσμο ειδικά την δεκαετία του '80. Ο Ζαν Μαρί Πφαφ αν και δεν αγωνίστηκε σε μία απο τις τοπ βελγικές ομάδες έκανε μεγάλη καριέρα παίζοντας στην Μπάγερν Μονάχου για έξι χρόνια.
Γεννήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1953 στο Λέμπεκε στην Ανατολική Φλάνδρα και ζούσε σε τροχόσπιτο μιας και ο πατέρας του που ήταν πλανόδιος πωλητής χαλιών πήγαινε απο πόλη σε πόλη. Όμως στην ηλικία των 11 ετών ο πατέρας του πέθανε και για να βγάλει η οικογένειά του προς το ζην άρχιχε να δουλεύει.
Δούλεψε ως υπάλληλος στο ταχυδρομείο και σε μύλο, ενώ στα 12 του θα εγγραφεί στις ακαδημίες της Μπέβερεν. Στα 18 θα προβιβαστεί στην πρώτη ομάδα και το 1972 θα κάνει ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα, ενώ το 1974 άνοιγε μαγαζί με αθλητικά είδη μαζί με την γυναίκα του.
Κατέκτησε το Κύπελλο του 1978 όπου και αναδείχθηκε παίκτης της χρονιάς και το Πρωτάθλημα του 1979 ενώ την ίδια χρονιά θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων όπου θα αποκλειστεί απο την Μπαρτσελόνα.
Άν και είχε και νωρίτερα προτάσεις να φύγει απο το Βέλγιο νωρίτερα, Άντερλεχτ, Άγιαξ, Φέγενορντ, Σάλκε, Τβέντε και Άλκμααρ μέρικες απο αυτές, θα έρθει το καλοκαίρι του 1982 θα έρθει η πρόταση απο την Μπάγερν Μονάχου που θα τον αγοράσει προσφέροντας το ποσό του 1 εκατομμυρίου γερμανικών μάρκων και ύστερα απο 303 παιχνίδια θα αποχωρήσει.
Στην Βαυαρία θα παραμείνει μέχρι το 1988 όπου θα κατακτήσει 3 Πρωταθλήματα το 1985, το 1986 και το 1987, 2 Κύπελλα το 1984 και το 1986 ενώ θα είναι φιναλίστ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1987 στην Βιέννη κόντρα στην Πόρτο.
H Mάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα στραφεί προς την περίπτωση του όμως η Μπάγερν θα ζητήσει υψηλό ποσό για να τον δώσει και η μετεγγραφή δεν προχώρησε. Mετά απο 215 παιχνίδια με τους "κόκκινους" θα επιστρέψει στο Βέλγιο για λογαριασμό της Λίρς με την οποία θα αγωνιστεί μόνο σε 23 παιχνίδια αφού αντιμετώπιζε προβλήματα τραυματισμών.
Το καλοκαίρι του 1989 θα παίξει στην Τραμπζονσπόρ μιας και προπονητής ήταν ο μέντορας του ο Ούρμπεν Μπράμς, όπου θα αγωνιστεί σε 29 παιχνίδια και το καλοκαίρι του 1990 θα τερματίσει την καριέρα του.
Στις 22 Μάϊου του 1976 στις Βρυξέλλες κόντρα στην Ολλανδία για τα προκριματικά του EURO 1976 έκανε ντεμπούτο με την εθνική ομάδα. Θα βρίσκεται στην αποστολή για το EURO 1980 στην Ιταλία όπου θα παίξει σε τρία παιχνίδια, δεν θα είναι στην αρχική εντεκάδα του τελικού κόντρα στην Δυτική Γερμανία.
Παρών στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας το 1982 όπου θα παίξει στα παιχνίδια της πρώτης φάσης όμως υπήρξαν κάποια περιστατικά που τον αποξένωσαν απο την ομάδα. Το πρώτο ήταν σε ένα πάρτι στην πισίνα του ξενοδοχείου παρουσία και των δημοσιογράφων.
Σε μια ανύποπτη στιγμή κάποιος έσπρωξε τον Πφαφ στην πισίνα για πλάκα, αλλά ο ίδιος δεν ήξερε κολύμπι. Για κάποιους όλο αυτό ήταν σκηνοθετημένο και προκάλεσε αναστάτωση χωρίς λόγο. Το δεύτερο ήταν όταν κάλεσε την αστυνομία γιατί είδε κάποιον να μπαίνει στο δωμάτιο του συμπαίκτη του Ρενέ Βερέγιεν που αποδείχτηκε ότι ήταν η γυναίκα του.
Αλλά το πιο σημαντικό ήταν αυτό κόντρα στην Ουγγαρία στο Έλτσε, όταν το 62ο λεπτό όταν σε μια "άτσαλη" έξοδο του τραυμάτισε τον Έρικ Γκέρετς, ο οποίος ήταν αναίσθητος και έπρεπε να μεταφερθεί άμεσα σε νοσοκομείο
Όμως δεν υπήρχε διαθέσιμο κρεβάτι αφού το είχε ήδη κλείσει ο Πφαφ για έναν μικρότερο τραυματισμό στον αγκώνα, οπότε ο Γκέρετς μεταφέρθηκε σε άλλο νοσοκομείο. Όλα αυτά τα γεγονότα έφεραν τον εκνευρισμό στην ομάδα αναγκάζοντας τον Γκι Τάις να αποφασίσει να αλλάξει γκολκίπερ για τα παιχνίδια της δεύτερης φάσης.
Η θέση του στην εθνική ετίθεντο σε κίνδυνο, αφού στην ομοσπονδία υπήρχε δυσαρέσκεια, απο αξιωματούχο της οποίας χαρακτηρίστηκε ανώριμο που επιδιώκει την δημοσιότητα. Εν τέλει Τάις και Πφαφ τα βρήκαν και πήρε μέρος στο EURO 1984 στην Γαλλία όπου θα παίξει στα τρία παιχνίδια του τουρνουά και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού το 1986.
Βασικός και στα εφτά παιχνίδια, με τους "κόκκινους διαβόλους", στην προημιτελική φάση απέναντι στην Ισπανία απέκρουσε το πέναλντι του Ελόι στέλνοντας την στα ημιτελικά όπου αποκλείστηκε απο την Αργεντινή.
Ο Πφάφ θα συμπεριληφθεί στην καλύτερη εντεκάδα και θα αναδειχθεί κορυφαίος τερματοφύλακας της διοργάνωσης, ενώ θα του δοθεί και το παρατσούκλι "El Simpatico(Mr Nice Guy)" για το γεγονός ότι ήταν πάντα χαμογελαστός.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1987 στην Σόφια κόντρα στην Βουλγαρία για τα προκριματικά του EURO 1988 θα πραγματοποιήσει την 64η και τελευταία του παρουσία με την εθνική ομάδα. Μετά το τέλος της καριέρας του θα δουλέψει για λίγο ως προπονητής τερματοφυλάκων στην KFC Herentals και στην Στουτγκάρδη.
Θα αναλάβει ως προπονητής την Οστάνδη την περίοδο 1998-1999, χωρίς όμως να πετύχει κάτι σημαντικό. Το 1987 σύμφωνα με την IFFHS ήταν ο κορυφαίος τερματοφύλακας της χρονιάς, το 1995 κατέλαβε την 6η θέση στην ψηφοφορία της Βελγικής Ομοσπονδίας για τον κορυφαίο παίκτη του 20ου αιώνα.
Το 2000 σε ψηφοφορία της IFFHS για τον κορυφαίο τερματοφύλακα του 20ου αιώνα παγκοσμίως αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατέλαβε την 16η και την 10η θέση αντίστοιχα.