www.goahits.blogspot.com

Διεθνές ποδόσφαιρο όπως δεν έχετε ξαναδιαβάσει!

29/11/20

Έρνστ Χάπελ "Αντισυμβατική ιδιοφυία"


Είχε πάρα πολλά παρατσούκλια τόσο στην ποδοσφαιρική όσο και στην προπονητική του καριέρα. Ο Έρνστ Χάπελ η ο "σιωπηλός" λόγω του ότι ήταν λιγομίλητος, η η αντισυμβατική ιδιοφυία, θεωρείται ένας απο τους κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών.

Γεννήθηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1925 στην Βιέννη με το όνομα Έρνστ Νετσίντα που ήταν το πατρικό όνομα της μητέρας του. Ένα χρόνο μετά την γέννηση του η μητέρα του παντρεύτηκε τον αρσιβαρίστα Φράντς Χάπελ, με τον Χάπελ να μην γνωρίζει ποτέ τον βιολογικό του πατέρα.

Απο πολύ μικρή ηλικία 4 ετών μεγάλωσε με την γιαγιά του με την οποία είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό. Απο την ηλικία των 13 ετών άρχισε να ασχολείται με το ποδόσφαιρο στα τμήματα υποδομής της Ραπίντ Βιέννης.

Το 1942 εντάχθηκε στην πρώτη ομάδα και επειδή η Αυστρία ήταν υπό γερμανική κατοχή αμέσως εντάχθηκε στην χιτλερική νεολαία, όμως σύμφωνα με μαρτυρίες ποτέ δεν του άρεσε να τραγουδάει τα συγκεκριμένα τραγούδια με αποτέλεσμα να τον διώξουν απο τις συγκεντρώσεις τους.

Όταν έγινε 18 ετών λόγω του Β' παγκοσμίου Πολέμου, στρατολογήθηκε και στάλθηκε στο Ανατολικό μέτωπο στην Λευκορωσία. Το 1945 συνελήφθη απο τους Αμερικάνους, όμως απέδρασε ενώ βρισκόταν στο Μόναχο και στην συνέχεια εισήρθε λαθραία στην υπό σοβιετική κατοχή περιοχή της Γερμανίας και κατάφερε να φτάσει τελικά στην Βιέννη μετά απο αρκετούς μήνες.

Μετά την ολοκλήρωση του πολέμου έγινε βασικό μέλος των "πράσινων" της Βιέννης κερδίζοντας τους πρώτους του τίτλους όπως το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο του 1946. Ήταν απο τους αγαπημένους του κοινού αφού εντυπωσίαζε με την κυριαρχικότητα που τον διέκρινε στην θέση του στόπερ, τον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν την μπάλα και την τακτική ωριμότητα που τον διέκρινε.

Οι οπαδοί και οι συμπαίκτες του του είχαν βγάλει δύο παρατσούκλια "Ασχίλ" λόγω της ομοιότητας που είχε με έναν Τούρκο ηθοποιό της εποχής και "μάγο" για την ποδοσφαιρική ποιότητα που τον διέκρινε. Δεν έμενε όμως εκεί αφού συνεχώς βελτιωνόταν ειδικά μετά απο μια περιοδεία στην Βραζιλία το 1949.

Στο πρώτο του πέρασμα μέχρι το 1954 θα κατακτήσει τέσσερα ακόμα Πρωταθλήματα το 1948, το 1951, το 1952 και το 1954 και το 1954 θα φύγει απο την Αυστρία όπου υπήρχε παρασκήνιο, αφού είχε στοχοποιηθεί από τον Τύπο της Αυστρίας μαζί με τον τερματοφύλακα Ζέμαν, μετά την ήττα της εθνικής του από τη Γερμανία με 6-1 στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954.

Θα αγωνιστεί στην RC Paris για μία χρονιά την περίοδο 1955-1956 όπου είχε 42 συμμετοχές και 9 γκολ. Το 1956 θα επιστρέψει στην Ραπίντ όπου και θα κλείσει την καριέρα του μέχρι το 1959 πανηγυρίζοντας ένα ακόμα Πρωτάθλημα το 1957 έχοντας 240 συμμετοχές και πέτυχε 25 γκολ.

Μάλιστα κόντρα στην Ρεάλ Μαδρίτης στην ρεβάνς του 4-2 στο "Σαντιάγκο Μπερναμπέου", πέτυχε και τα τρία γκολ της ομάδας του, αλλά μιας και δεν υπήρχε ο κανονισμός του εκτός έδρας γκολ, οδηγήθηκαν και σε τρίτο παιχνίδι όπου οι "μερένγκες" πήραν την πρόκριση.

Με την εθνική ομάδα της χώρας του έκανε ντεμπούτο στις 14 Σεπτεμβρίου του 1947 σε φιλικό παιχνίδι στην Βιέννη κόντρα στην Ουγγαρία. Θα πάρει μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας το 1954 όπου θα φτάσει μέχρι τα ημιτελικά παίζοντας σε όλα τα παιχνίδια της διοργάνωσης.

Θα πάρει μέρος σε μία ακόμα διοργάνωση Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1958 στην Σουηδία όπου θα παίξει σε δύο παιχνίδια κόντρα σε Βραζιλία και Αγγλία. Τελευταία και 51η εμφάνιση στις 14 Σεπτεμβρίου του 1958 σε φιλικό παιχνίδι στην Βιέννη κόντρα στην Γιουγκοσλαβία  έχοντας πετύχει και 5 τέρματα.

Με την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας ανέλαβε πόστο διευθυντή στην αγαπημένη του Ραπίντ την οποία είδε να κατακτάει το Πρωτάθλημα του 1960 και το Κύπελλο του 1961 και έφτασε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών αλλά αποκλείστηκε απο την Μπενφίκα.

Η πρώτη του προπονητική απόπειρα ήταν στην Ολλανδία στην ADO Den Haag τον Ιούλιο του 1962όπου εκεί θα δείξει τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του και μία ομάδα που πάλευε για την παραμονή έφτασε σε τέσσερις τελικούς Κυπέλλου, τον οποίον αυτόν του 1968 κατάφερε να τον κατακτήσει κόντρα στον Άγιαξ.

Τον Μάρτιο του 1969 θα έρθει σε κόντρα με τον πρόεδρο ύστερα απο μια ήττα στο Κύπελλο απο την Ναϊμέγκεν και παρότι υπήρχε συμβόλαιο μέχρι το 1971, η συνεργασία τους θα τερματιστεί άδοξα ύστερα απο 257 παιχνίδια στα οποία είχε 120 νίκες, 71 ισοπαλίες και 66 ήττες

Δεν θα φύγει απο την χώρα αφού η Φέγενορντ θα αρπάξει την ευκαιρία και θα τον φέρει στο Ρότερνταμ. Θα παραμείνει στο "Ντε Κάιπ" και θα κατακτήσει το Πρωτάθλημα του 1971, το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών ολλανδικής ομάδας το 1970 κόντρα στην Σέλτικ στο "Σαν Σίρο" του Μιλάνο και θα ακολουθήσει το Διηπειρωτικό κόντρα στην Εστουντιάντες, έχοντας σε 186 παιχνίδια 130 νίκες, 34 ισοπαλίες και 22 ήττες.

Το καλοκαίρι του 1973 θα αναλάβει την Σεβίλλη, όμως δεν θα μακροημερεύσει αφού τον Δεκέμβριο του 1973 θα φύγει απο την Ανδαλουσία, ύστερα απο 15 παιχνίδια, όπου είχε 6 νίκες, 4 ισοπαλίες και 5 ήττες. 

Τον Ιανουάριο του 1974 θα αναλάβει την Κλάμπ Μπρίζ και στην οποία θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1978, όπου σε 222 παιχνίδια είχε 129 νίκες, 49 ισοπαλίες και 44 ήττες και θα κατακτήσει τρία Πρωταθλήματα το 1976, το 1977, το 1978, 1 Κύπελλο το 1977.

Θα παίξει σε δύο τελικούς ευρωπαϊκών Κυπέλλων το 1976 στο ΟΥΕΦΑ και το 1978 στο Πρωταθλητριών στο "Γουέμπλει" αλλά θα γνωρίσει την ήττα και στους δύο απο την Λίβερπουλ. Παράλληλα με την Κλάμπ Μπρίζ τον Αύγουστο του 1977 θα αναλάβει την εθνική ομάδα της Ολλανδίας.

Θα την οδηγήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αργεντινής και θα είναι φιναλίστ βρίσκοντας απέναντι της την οικοδέσποινα, έχοντας σε 12 παιχνίδια, 8 νίκες, 2 ισοπαλίες και 2 ήττες. Θα επιστρέψει στην Φλάνδρα για το ξεκίνημα της σεζόν 1978-1979 αλλά το ξεκίνημα είναι πολύ κακό και οι δύο πλευρές θα αποφασίσουν απο κοινού να χωρίσουν τους δρόμους τους. 

Θα παραμείνει στην χώρα πρώτα για λογαριασμό της Χαρελμπέκε απο τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 1979. Θα ακολουθήσει η Σταντάρ Λιέγης απο τον Αύγουστο του 1979 έως τον Μάιο του 1981, με την οποία κατέκτησε το Κύπελλο και το Σούπερ Καπ του 1981, έχοντας σε 97 παιχνίδια, ΄56 νίκες, 21 ισοπαλίες και 20 ήττες. 

Το καλοκαίρι του 1981 θα αναλάβει τις τύχες του Αμβούργου, ένα Αμβούργο που είχε επιδιώξει να τον φέρει νωρίτερα αλλά λόγω της Γερμανικής Ομοσπονδίας που απαγόρευε προπονητές που δεν είχαν γερμανικό δίπλωμα προπονητικής.

Θα κατακτήσει 2 Πρωταθλήματα το 1982 και το 1983, 1 Κύπελλο το 1987, θα παίξει σε έναν τελικό Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ το 1982 αλλά θα ηττηθεί απο την Γκέτεμποργκ, όμως το 1983 θα φτάσει στο δεύτερο Κύπελλο Πρωταθλητριών της καριέρας του, όταν χάρις στο γκολ του Μάγκατ θα επικρατήσει της Γιουβέντους με 1-0 στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας.

Είναι ένας απο τους πέντε προπονητές που έχουν κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών με δύο διαφορετικές ομάδες. Το καλοκαίρι του 1987 ύστερα απο 259 παιχνίδια στα οποία μέτρησε 141 νίκες, 61 ισοπαλίες και 57 ήττες θα επιστρέψει στην πατρίδα του για την Τιρόλ.

Αυτός θα είναι ο τελευταίος του συλλογικός σταθμός μέχρι τον Νοέμβριο του 1991, κατακτώντας 2 Πρωταθλήματα το 1989 και το 1990 και το Κύπελλο του 1989 έχοντας 215 παιχνίδια με 114 νίκες, 50 ισοπαλίες και 51 ήττες.

Το "κύκνειο άσμα" στους πάγκους θα έρθει με την εθνική Αυστρίας που θα την αναλάβει απο τον Ιανουάριο εώς και τον Νοέμβριο του 1992, ένα "προξενιό" που άργησε να γίνει δέκα χρόνια αφού και το 1982 η αυστριακή ομοσπονδία ήταν απο τους βασικούς στόχους ενόψει και του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας.

Θα προλάβει να την κοουτσάρει σε 9 παιχνίδια, έχοντας 2 νίκες, 3 ισοπαλίες και 4 ήττες, αφού στις 14 Νοεμβρίου του 1992 θα φύγει απο την ζωή σε ηλικία 66 ετών λόγω καρκίνου του πνεύμονα. Τέσσερις μέρες μετά τον θάνατό του στην Νυρεμβέργη διεξήχθη φιλικό ανάμεσα σε Αυστρία και Γερμανία, με μία μπλούζα με το όνομά του να βρισκόταν στον πάγκο της ομάδας.

Ήταν μανιώδης καπνιστής, ενώ του άρεσε το καζίνο και οι γυναίκες αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ήταν λάτρης του επιθετικού παιχνιδιού και του άρεσε το θέαμα, οι παίκτες του τον λάτρευαν παίρνοντας το μάξιμουμ από αυτούς. 

Ήταν επίσης λάτρης της ζώνης στην άμυνα, του άρεσε να ανεβάζει την άμυνα ψηλά, να παίζει επιθετική άμυνα και να πρεσάρουν οι ομάδες του διαρκώς μην αφήνοντας χώρους στον αντίπαλο, ενώ τελειοποίησε την καινοτομία του τεχνητού οφσάιντ.

Είναι μέλος μιας μικρής λίστας μόλις έξι που έχουν καταφέρει να κατακτήσουν το Πρωτάθλημα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες, το 1983 τιμήθηκε ως ο καλύτερος ευρωπαίος προπονητής της χρονιάς, ενώ τιμήθηκε ως ο κορυφαίος Αυστριακός προπονητής όλων των εποχών.

Το 2013 το World Soccer και το ESPN σε ψηφοφορίες τους τον κατέταξαν στην 9η και στην 14η θέση των κορυφαίων προπονητών όλων των εποχών αντίστοιχα, ενώ το 2019 σε αντίστοιχες ψηφοφορίες το France Football και το Sports Illustrated  κατετάγη 9ος και 7ος.

Μετά τον θάνατό του οι συμπατριώτες του μετονόμασαν το "Πράτερ" σε Έρνστ Χάπελ Στάντιον. Το 1990 ο τότε καγκελάριος Φράνς Βρανίτσκι του πρόσφερε το αργυρό μετάλλιο για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην Δημοκρατία της Αυστρίας, ενώ το 1997 δρόμος του Ρότερνταμ πήρε το όνομά του


  



   





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...