Μαζί με τον Ισπανό Ρικάρντο Θαμόρα και τον Τσεχοσλοβάκο Φράντιτσεκ Πλανίτσκα ο Ιταλός Τζιαμπιέρο Κόμπι θεωρούταν η καλύτερη τριάδα τερματοφυλάκων στον κόσμο στην δεκαετία του 1930. Ο Κόμπι πέρασε όλη την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Γιουβέντους ενώ ήταν και βασικό στέλεχος της Εθνικής Ιταλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934.
Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1902 στο Τορίνο και αρχικά είχε δοκιμάσει την τύχη του στην Τορίνο η οποία όμως τον απέρριψε λόγω του ότι ήταν αδύνατος και δεν ήταν ιδιαίτερα αθλητικός. Τότε στράφηκε στην άλλη ομάδα της πόλης την Γιουβέντους η οποία εν αντιθέσει με την "γκρανάτα" τον δέχτηκε στις ακαδημίες της.
Όμως και εκεί δεν βρισκόταν στις πρώτες επιλογές, ώσπου ο βασικός τερματοφύλακας Εμίλιο Μπαρούκο αρρώστησε και στις 5 Μαρτίου του 1922 του δόθηκε η ευκαιρία να πραγματοποιήσει το ντεμπούτο του στην SERIE A απέναντι στην Προ Βερτσέλι.
Η πρώτη του αυτή παρουσία ήταν εφιαλτική αφού η Προ Βερτσέλι επικράτησε με 7-1. Δεν το έβαλε όμως κάτω και μέσα απο σκληρή προπόνηση δεν ξαναβγήκε ποτέ από την βασική εντεκάδα. Ήταν μέλος της περίφημης ομάδας της "Γηραιάς Κυρίας" που στις αρχές της δεκαετίας του '30 κέρδισε πέντε συνεχόμενα πρωταθλήματα και η εποχή αυτή μάλιστα ονομάστηκε ως η "Il Quinqennio d'Oro(σ.σ. η χρυσή πενταετία)".
Κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1926 όπου εκείνη την σεζόν διατήρησε ανέπαφη την εστία του για 934 λεπτά ρεκόρ που κρατάει μέχρι και σήμερα, του 1931, του 1932, του 1933, και του 1934 όντας ο πρώτος τερματοφύλακας που κέρδισε τέσσερα πρωταθλήματα στην σειρά.
Το 1931 υπέστη ένα σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι αλλά κατάφερε μετά απο αρκετές ημέρες ανάρρωσης να επανέρθει κανονικά. Στις 15 Απριλίου του 1934 απέναντι στην Μπρέσια πραγματοποίησε την τελευταία του εμφάνιση με τους "μπιανκονέρι" έχοντας συνολικά 369 συμμετοχές και κατείχε το ρεκόρ εμφανίσεων για τερματoφύλακα στην ιστορία της Γιουβέντους έως ότου τον ξεπεράσουν οι Ντίνο Τζόφ και Στέφανο Τακόνι.
Στις 6 Απριλίου του 1924 έκανε το ντεμπούτο του με την φανέλα της Εθνικής Ιταλίας στην Βουδαπέστη στην ήττα από την Ουγγαρία με 7-1. Αναμφίβολα όμως η κορυφαία στιγμή στην καριέρα του δεν ήταν άλλη από την συμμετοχή του στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934 όπου αγωνίστηκε σε όλα τα παιχνίδια και ως αρχηγός σήκωσε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο για τους "ατζούρι".
Συνολικά αγωνίστηκε 47 φορές η τελευταία στον τελικό του Παγκοσμίου κυπέλλου στις 10 Ιουνίου του 1934 στην Ρώμη κόντρα στην Τσεχοσλοβακία, απο τις οποίες 5 από αυτές φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού.
Πήρε μέρος και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Άμστερνταμ του 1928 όπου και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο. Μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας η Γιουβέντους αρκετές φορές τον τίμησε προσλαμβάνοντας τον σε διάφορα πόστα.
Από τον Απρίλιο έως τον Σεπτέμβριο του 1951 μαζί με τους Καρλίνο Μπερέτα και Τόνι Μπουσίνι προσελήφθη από την Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία ως μέλος της τεχνικής επιτροπής. Λόγω της ευελιξίας του και της ασφάλειας που ενέπνεε πήρε το παρατσούκλι "Uomo di Gomma(σ.σ. ο άνθρωπος-λάστιχο)" .
Έφυγε πρόωρα από την ζωή το 1956 σε ηλικία 54 ετών ύστερα από καρδιακή προσβολή. Μετά τον θάνατο του για να τον τιμήσει η "Μεγάλη Κυρία" έδωσε το όνομά του στο προπονητικό κέντρο της ομάδας, ενώ το προπονητικό κέντρο Λιτόριο στο Μεράνο που είχε φιλοξενήσει την εθνική Ιταλίας πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934 το 1957 του έδωσε επίσης το όνομα του.
Στις 29 Ιουνίου του 1955 τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας, ενώ το 1980 προτάθηκε από την Γιουβέντους λίγο πριν το Κύπελλο Εθνών να μετονομαστεί το "Κομμουνάλε" σε στάδιο "Τζιανπιέρο Κόμπι" το οποίο όμως δεν προχώρησε.
Το 2011 κατά την διάρκεια των εγκαινίων του "Juventus Stadium" το όνομά του συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στα 50 κορυφαία ονόματα που φόρεσαν την φανέλα της και βρίσκονται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο που ονομάζεται "Walk of Fame" .