Σελίδες

26/11/20

Έκτορ Σκαρόνε "El Magico"


Ήταν βασικότατο στέλεχος της "grande Uruguay" των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα που κατέκτησε όποια διοργάνωση πήρε μέρος. O Hector Pedro Scarone Beretta που είχε και ευρωπαϊκή εμπειρία με το πέρασμα του από Ισπανία και Ιταλία αντίστοιχα ο πρώτος Ουρουγουανός που το τόλμησε αυτό, ήταν για πολλά χρόνια πρώτος σκόρερ της "σελέστε" μέχρι να τον ξεπεράσουν αρχικά ο Ντιέγκο Φορλάν και στην συνέχεια οι Έντινσον Καβάνι και Λουίς Σουάρες.

Γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1898 στο Μοντεβίδεο και έκανε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα ως αριστερός επιθετικός στην ηλικία των 14 ετών στην Sportsman ομάδα που αγωνιζόταν στην τρίτη κατηγορία του Μοντεβίδεο, ενώ παράλληλα δούλευε και ως ταχυδρόμος.

Άν και μικρός υποστήριζε την Πενιαρόλ, στα 15 δοκίμασε την τύχη του στην Νασιονάλ, όμως το παρουσιαστικό του ύψος λίγο πάνω 1.70 και τα λεπτά του πόδια δεν εντυπωσίασε τους υπευθύνους, το ακριβώς αντίθετο. Όμως δεν πτοήθηκε, βελτίωσε τις αδυναμίες του και διεκδίκησε μια δεύτερη ευκαιρία παίζοντας στην δεύτερη ομάδα των "albos".

Μια ευκαιρία που την άρπαξε απο τα μαλλιά και ύστερα απο πέντε παιχνίδια, πήρε προαγωγή το 1917 για την πρώτη ομάδα. Μάλιστα έπαιξε μαζί με τον αδερφό του τον Κάρλος και εκεί εξέλιξε την ικανότητα του στην ντρίμπλα, το να χρησιμοποιεί και τα δύο ποδιά, όπως και το να κερδίζει κεφαλιές παρά το μικρό του ανάστημα. 

Από τους "τρικολόρες" πέρασε  σε τρεις διαφορετικές περιόδους από το 1917 έως το 1926, από το 1927 έως το 1931 και από το 1934 έως το 1939. Κατέκτησε 8 Πρωταθλήματα Ουρουγουάης το 1916, το 1917, το 1919, το 1920, το 1922, το 1923, το 1924 και το 1934. 

Κατέχει το ρεκόρ των περισσότερων ετών στον σύλλογο ενώ είναι και ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία της Νασιονάλ με 301 τέρματα στις 369 συμμετοχές πίσω μόνο από τον Ατίλιο Γκαρσία. Προς τιμήν του ο σύλλογος έδωσε το όνομά του σε μια από τις κερκίδες του "Estadio Gran Parque Central" εκεί όπου κάθονται οι φιλοξενούμενοι.

Η πρώτη του απόπειρα στην Ευρώπη ήταν την περίοδο 1926-1927 στην Μπαρτσελόνα, όπου κατέκτησε το Κύπελλο Ισπανίας όμως δεν κράτησε πολύ αφού έκατσε μόνο έξι μήνες έχοντας σε 18 παιχνίδια 9 γκολ.

Ο λόγος μάλιστα που έφυγε από την Καταλονία δεν ήταν καθαρά αγωνιστικός αφού η είσοδός του επαγγελματισμού στο ποδόσφαιρο σήμαινε ότι θα έπρεπε να υπογράψει συμβόλαιο κάτι που θα του στερούσε την δυνατότητα να αγωνιστεί με την εθνική ομάδα της χώρας του στους Ολυμπιακούς Αγώνες και για αυτό τον λόγο αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Την τριετία 1931-1934 αγωνίστηκε στην Ιταλία, πρώτα στην Αμπροζιάνα Ίντερ την περίοδο 1931-1932, με 14 συμμετοχές και 7 γκολ, με τον Τζιουζέπε Μεάτσα να τον υμνεί λέγοντας ότι ήταν ο καλύτερος απο όλους όσους έχει δει στην ζωή του. 

Η συνέχεια στην Σικελία, στην Παλέρμο όπου στην διετία 1932-1934, είχε 54 συμμετοχές και 13 γκολ. Ολοκλήρωσε την καριέρα του στους Μοντεβιδέο Γουόντερερς το 1939 και στην συνέχεια ακολούθησε την προπονητική ξεκινώντας από τους Μιγιονάριος στην Κολομβία την περίοδο 1947-1948, στην Ρεάλ Μαδρίτης την περίοδο 1951-1952 και στην αγαπημένη του Νασιονάλ το 1954.

Με την εθνική ομάδα της χώρας του έκανε ντεμπούτο στις 2 Σεπτεμβρίου του 1917 απέναντι στην Αργεντινή στο πλαίσιο του Newton Cup. Κατέκτησε τέσσερα Πρωταθλήματα Νοτίου Αμερικής το 1917, το 1923, το 1924 και το 1926 και δύο ολυμπιακά χρυσά μετάλλια στις διοργανώσεις του 1924 στο Παρίσι και το 1928 στο Άμστερνταμ.

Για χάρη του άλλαξε ένας κανονισμός που ίσχυε μέχρι τότε, πιο συγκεκριμένα στους Ολυμπιακούς του 1924 στον τελικό με την Ελβετία, ο Σκαρόνε σκόραρε με απευθείας εκτέλεση κόρνερ αλλά το γκολ ακυρώθηκε, αφού κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν τότε. Η FIFA σε λιγότερο από έναν μήνα άλλαξε αυτόν τον κανονισμό και πλέον μετρούσαν κανονικά.

Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία ήρθε στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργανώθηκε στην Ουρουγουάη και αγωνίστηκε σε τρία παιχνίδια, απέναντι στην Ρουμανία όπου σκόραρε, στον ημιτελικό απέναντι στην Γιουγκοσλαβία και στον τελικό απέναντι στην Αργεντινή πανηγυρίζοντας τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή που ήταν και η τελευταία του παρουσία με την εθνική.

Ήταν πρώτος σκόρερ στις διοργανώσεις του Πρωταθλήματος Νότιας Αμερικής το 1917, το 1926 όπου μάλιστα απέναντι στην Βολιβία πέτυχε πέντε γκολ ο μοναδικός μέχρι σήμερα που το έχει καταφέρει και το 1927. Με τα 13 γκολ που πέτυχε στα Κόπα Αμέρικα κατέχει την 5η θέση στην λίστα των σκόρερ όλων των εποχών.

Συνολικά φόρεσε την φανέλα της σε 51 αναμετρήσεις πετυχαίνοντας 31 γκολ και κατέχει πλέον την τέταρτη θέση στην λίστα των σκόρερ όλων των εποχών. Μετά την απόσυρση του απο την ενεργό δράση ακολούθησε προπονητική καριέρα ξεκινώντας απο την Μιγιονάριος την περίοδο 1947-1948, στην συνέχεια στην Ρεάλ Μαδρίτης απο τον Μάρτιο του 1951 έως τον Απρίλιο του 1952 και στην Νασιονάλ το 1954.

Πέρα απο το προσωνύμιο "μάγος", του δόθηκε και το προσωνύμιο "Γκαρντέλ του ποδοσφαίρου" με τον Κάρλος Γκαρντέλ να είναι ο μεγαλύτερος χορευτής τάγκο εκείνης της εποχής. Επίσης ο μυθικός ισπανός τερματοφύλακας Ρικάρντο Θαμόρα τον χαρακτήρισε ως το σύμβολο του ποδοσφαίρου.

Έφυγε από την ζωή στις 4 Απριλίου του 1967 σε ηλικία 68 ετών από αυτοκινητιστικό δυστύχημα έξω από το Μπουένος Άιρες. Στην κηδεία του στον επικήδειο ο συμπαίκτης του Χοσέ Νασάτσι τον αποχαιρέτησε λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ήμασταν νέοι, ήμασταν νικητές, ήμασταν ενωμένοι, πιστεύαμε ότι ήμασταν άφθαρτοι».

Σε ψηφοφορίες που διοργάνωσε η IFFHS το 2006 για τους κορυφαίους του 20ου αιώνα σε Λατινική Αμερική και παγκοσμίως κατέλαβε την 21η και την 40η θέση αντίστοιχα.